- αιθερεμβατώ
- αἰθερεμβατῶ (-έω) (Α)περπατώ στον αιθέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, -ερος + ἐμβατῶ «περπατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek